ρεπανάκι

ρεπανάκι
και ραπανάκι, το, Ν [ρεπάνι / ραπάνι]
1. (υποκορ. τ.) το ρεπάνι
2. φρ. «πετάχθηκε σαν το ρεπανάκι» — φέρθηκε με προπέτεια, πετάχθηκε να μιλήσει άκαιρα
3. παροιμ. φρ. «ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ρεπανάκια για την όρεξη» — λέγεται για κάποιον που έχει υπερβολικές απαιτήσεις ή μεγαλόπνοα σχέδια παραγνωρίζοντας τη σκληρή πραγματικότητα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ραπανάκι — το, Ν βλ. ρεπανάκι …   Dictionary of Greek

  • ραφάνιον — τὸ, Α [ῥάφανος] μικρή ραφανίδα, ρεπανάκι …   Dictionary of Greek

  • ραφανίδιον — τὸ, Α [ῥαφανίς, ίδος] μικρή ῥαφανίδα, μικρό ρεπανάκι …   Dictionary of Greek

  • ρεπάνι — και ραπάνι, το / ῥαπάνιον, ΝΜΑ, και ῥεπάνιν Μ βοτ. κοινή, σήμερα, ονομασία τού μονοετούς ή διετούς φυτού Raphanus sativus τού γένους ράφανος, τής οικογένειας βρασσικίδες, το οποίο καλλιεργείται για τη σαρκώδη εδώδιμη ρίζα του, αλλ. ρεπανάκι.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”