- ρεπανάκι
- και ραπανάκι, το, Ν [ρεπάνι / ραπάνι]1. (υποκορ. τ.) το ρεπάνι2. φρ. «πετάχθηκε σαν το ρεπανάκι» — φέρθηκε με προπέτεια, πετάχθηκε να μιλήσει άκαιρα3. παροιμ. φρ. «ψωμί δεν έχουμε να φάμε, ρεπανάκια για την όρεξη» — λέγεται για κάποιον που έχει υπερβολικές απαιτήσεις ή μεγαλόπνοα σχέδια παραγνωρίζοντας τη σκληρή πραγματικότητα.
Dictionary of Greek. 2013.